- κατασχασμός
- κατασχασμός, ὁ (Α) [κατασχάζω]κατάσχασις*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατασχασμοῖς — κατασχασμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασχασμοί — κατασχασμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασχασμοῦ — κατασχασμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασχασμούς — κατασχασμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασχασμῶν — κατασχασμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασχασμῷ — κατασχασμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασχασμόν — κατασχασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)